βουτυροποιΐα
Смотреть что такое "βουτυροποιΐα" в других словарях:
βουτυροποιία — η η βουτυροκομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυροποιία — η η βουτυροκομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)